- συνταγεύω
- συντᾱγεύω,A to be a fellow-ταγός, Ἀρχ. Ἐφ. 1917.2 ([place name] Perrhaebia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνταγεύω — Α είμαι ταγός* μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταγεύω «είμαι ταγός, αρχηγός»] … Dictionary of Greek